Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονόσιρος — μονόσιρος, ὁ (Μ) είδος κατοικίδιου πτηνού τής Αιγύπτου … Dictionary of Greek
μονόσιροι — μονόσιρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)